To Mετάλλιο Γκαίτε στον Πέτρο Μάρκαρη

Στη Βαϊμάρη απονεμήθηκε χθες το φετινό Μετάλλιο Γκαίτε στον συγγραφέα και μεταφραστή Πέτρο Μάρκαρη για την προσφορά του στη γερμανική γλώσσα αλλά και την προώθηση των ελληνογερμανικών σχέσεων.

Στην κεντρική αίθουσα του παλιού ανακτόρου της Βαϊμάρης ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Γκαίτε Κλάους Ντίντερ Λέμαν απένειμε χθες το ετήσιο Mετάλλιο Γκαίτε στον συγγραφέα και μεταφραστή γερμανικής λογοτεχνίας Πέτρο Μάρκαρη. Αιτιολογώντας την επιλογή αυτή, ο κ. Λέμαν τόνισε ότι ο έλληνας συγγραφέας διακρίνεται για την εξαιρετική του προσφορά στην καλλιέργεια της γερμανικής γλώσσας στο εξωτερικό και την προώθηση των διεθνών πολιτιστικών σχέσεων. Αυτά είναι άλλωστε και τα βασικά κριτήρια επιλογής για την απονομή του Μεταλλίου Γκαίτε, που από το 1955 έχει απονεμηθεί σε 332 προσωπικότητες από 62 χώρες του κόσμου, το 1991 και στον έλληνα φιλόσοφο Παναγιώτη Κονδύλη.

Οι φετινοί τιμώμενοι είναι εκτός τον έλληνα συγγραφέα ο ιρανός μεταφραστής γερμανικής λογοτεχνίας Μαχμούτ Χοσεϊνί και ο ινδός εκδότης γερμανικών έργων στα αγγλικά Ναβέν Κισχορέ.

Μεσολαβητής στα χαρακώματα

Στη Βαϊμάρη ο Πέτρος Μάρκαρης δεν παρουσιάστηκε μόνον ως συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, τα οποία στη Γερμανία είναι μπεστσέλερ ή ως μεταφραστής του Μπρέχτ και του Φάουστ του Γκαίτε στα ελληνικά. Εκτενής αναφορά έγινε και στις δημόσιες παρεμβάσεις του με αναφορά στις ελληνογερμανικές σχέσεις. Κυρίως από τότε που ξέσπασε η δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα. Η υφυπουργός Εξωτερικών Κορνέλια Πίπερ: «Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιήθηκαν από Έλληνες και Γερμανούς εκφράσεις που είναι ξένες προς το πνεύμα του Γκαίτε. Γι” αυτό το λόγο είναι αξιέπαινο που ο Πέτρος Μάρκαρης παρεμβαίνει με ρεαλισμό και κριτικό βλέμμα και για τις δύο χώρες, συνεχίζοντας την οικουμενική κληρονομιά του Γκαίτε. Δηλαδή, την καλλιέργεια του διαλόγου και της ανταλλαγής ιδεών ανάμεσα στις κουλτούρες, αλλά και την ικανότητα να βλέπει τον κόσμο από διαφορετικές οπτικές γωνίες.»

Τα κίνητρα αυτής της στάσης του Μάρκαρη ανέλυσε η Κριστιάνε Σλέτσερ, ανταποκρίτρια για την Ελλάδα, την Κύπρο και την Τουρκία της εφημερίδας Süddeutsche. Παρουσιάζοντας την προσωπικότητα του συγγραφέα στους 300 καλεσμένους της εκδήλωσης, η κ. Σλέτσερ εξήρε το κοσμοπολίτικο πνεύμα που χαρακτηρίζει τον Μάρκαρη, αναφέροντας ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στο πολυπολιτισμικό περιβάλλον της Κωνσταντινούπολης των δεκαετιών του ΄30 και του ΄40. Αυτά τα βιώματα του επιτρέπουν να τηρεί «κάποια απόσταση» από τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα. Η Κριστιάνε Σλέτσερ: «Αυτή η εσωτερική αποστασιοποίηση είναι μάλλον η αιτία για τον ειρωνικό και σαρκαστικό τόνο στα βιβλία του και αυτή του επιτρέπει να είναι ένας διορατικός σχολιαστής της κρίσης. Ο Μάρκαρης δεν διακατέχεται από απλοϊκά πατριωτικά ανακλαστικά. Η στάση του μοιάζει με αυτή του Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο οποίος έλεγε: αντί να αγαπώ την πατρίδα μου, την εξηγώ. Έτσι ο Μάρκαρης μπόρεσε να γίνει μεσολαβητής στα χαρακώματα, πρεσβευτής χωρίς χαρτοφυλάκιο, σε μια εποχή όπου παίρνουν διαστάσεις οι παρεξηγήσεις και η δυσθυμία.»

Χάρη στην πλάνη του πατέρα έμαθε γερμανικά

Με αρκετή δόση χιούμορ μίλησε τελικά και ο Πέτρος Μάρκαρης, ευχαριστώντας όλους αυτούς, που κατά την άποψή του συνέβαλαν ώστε να του απονεμηθεί το Μετάλλιο Γκαίτε. Πρώτα και κύρια τον ίδιο τον Γκαίτε που έγραψε την τραγωδία Φάουστ. Πέντε χρόνια χρειάστηκε για να την μεταφράσει, είπε στο κοινό ο Πέτρος Μάρκαρης. Σε αυτό το διάστημα θα μπορούσε να είχε γράψει δύο αστυνομικά μυθιστορήματα. Καθένας στην αίθουσα κατάλαβε ότι με αυτά θα είχε κερδίσει πολλά χρήματα, ενώ με τον Φάουστ δεν κέρδισε σχεδόν τίποτα.

Στη συνέχεια ο Πέτρος Μάρκαρης ευχαρίστησε τον πατέρα του, ο οποίος τον ανάγκασε να μάθει γερμανικά, πρώτον επειδή πίστευε ότι τα γερμανικά θα αναδειχθούν σε κυρίαρχη γλώσσα της οικονομίας και δεύτερον επειδή ο Πέτρος θα αναλάμβανε την οικογενειακή εταιρεία εισαγωγών/εξαγωγών στην Κωνσταντινούπολη. «Ο πατέρας μου έκανε λάθος και στις δύο περιπτώσεις. Τα γερμανικά δεν αναδείχθηκαν σε γλώσσα της οικονομίας και εγώ δεν ανέλαβα την εταιρεία του. Σε αυτά τα δύο λάθη δομήθηκε η σχέση μου με τη γερμανική γλώσσα. Γι αυτό αισθάνομαι βαθιά ευγνωμοσύνη προς τον πατέρα μου.»

Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο

Υπεύθ. σύνταξης: Σπύρος Μοσκόβου

Πηγή: www.dw.de